κερασής

κερασής
ιά, ί см. κερασύς

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "κερασής" в других словарях:

  • κερασής — ιά, ί [κεράσι] 1. αυτός που έχει το χρώμα τού κερασιού 2. το ουδ. ως ουσ. το κερασί το χρώμα τού κερασιού …   Dictionary of Greek

  • κεράσῃς — κεράννυμι mix aor subj act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεράσηις — κεράσῃς , κεράννυμι mix aor subj act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κερασόχρους — ουν (Μ κερασόχρους, ουν) αυτός που έχει το χρώμα τού κερασιού, κερασής. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέρασος + χρους (< χρώς), πρβλ. κυανό χρους, φαιό χρους] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»