κερασής
Смотреть что такое "κερασής" в других словарях:
κερασής — ιά, ί [κεράσι] 1. αυτός που έχει το χρώμα τού κερασιού 2. το ουδ. ως ουσ. το κερασί το χρώμα τού κερασιού … Dictionary of Greek
κεράσῃς — κεράννυμι mix aor subj act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεράσηις — κεράσῃς , κεράννυμι mix aor subj act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κερασόχρους — ουν (Μ κερασόχρους, ουν) αυτός που έχει το χρώμα τού κερασιού, κερασής. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέρασος + χρους (< χρώς), πρβλ. κυανό χρους, φαιό χρους] … Dictionary of Greek